- τρυμαλιᾶς
- τρῡμαλιᾶς , τρυμαλιάholefem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τρυμαλιάς — τρῡμαλιά̱ς , τρυμαλιά hole fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμιλος — κάμιλος, ὁ (AM) χοντρό και μακρύ σχοινί, κν. καραβόσκοινο, παλαμάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για δ. γρφ. του κάμηλος, που ερμηνεύθηκε από τους Έλληνες «χοντρό σχοινί» λόγω του χωρίου της Καινής Διαθήκης ευκοπώτερόν εστι κάμηλον … Dictionary of Greek
λαστρυγυλίας — λαοτρυγυλίας (Α) (κατά τον Ησύχ.) «λίθος τετριμμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < λᾶς (λᾶας) «λίθος» + τρυμαλίας (< τρύω)] … Dictionary of Greek